- θυραίος
- θυραῑος, -ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [θύρα]αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικόςαρχ.1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι3. αυτός που προέρχεται από ξένη γη, ο αλλότριος, ο ξένος, ο ξενικός (α. «ἄνδρες θυραῑοι» — ξένοι, άλλοι άνθρωποι, Ευρ.β. «θυραῑα φρονήματ' ἀνδρῶν» — οι σκέψεις τών ξένων, Ευρ.)4. (για πράγματα) αυτός που ανήκει σε άλλον (α. «ὄλβος θυραῑος» — η ευτυχία τών άλλων, Αισχύλ.β. «θυραία χείρ», Ευρ.)5. αυτός που περιέχει τη θύρα («θυραῑος τοῑχος»)6. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυραίαη είσοδος, το άνοιγμα τής πόρτας7. φρ. α) «θυραῑος πόλεμος» — ο εξωτερικός πόλεμος, ο εναντίον ξένων πόλεμος, σε αντιδιαστολή προς τον εμφύλιο, τον εσωτερικό, Αισχύλ.β) «θυραῑος ἐλθεῑν» — να έλθει από ξένη γη, Ευρ.γ) «τοὺς δ' ἐν θυραίοις» — αυτούς που ζουν σε ξένη γηδ. «θυραῑον ἀμφὶ μηρόν» — γύρω απὸ τον γυμνό μηρό».
Dictionary of Greek. 2013.